Μοβ έγινε η θάλασσα
όταν το αίμα έτρεξε
καταφύγιο σ` αυτή ζητώντας.
Μοβ ήτοι ιώδης – για τόσο λίγο!
Η χρωματική δικαιοσύνη επιβλήθηκε
και κανείς δεν κατάλαβε.
Νομίζω κι εκείνη.
Μα σε κάθε ταραχή του βυθού
δραπετεύει το αίμα στην επιφάνεια.
Σπαράγματα κόκκινου σε γαλάζιο σχηματίζει.
Σκόρπιες φράσεις απ` όλους λησμονημένες.
Νομίζω κι από εκείνη.
Τότε, το ακρωτηριασμένο άγαλμα
που μια άγρια νύχτα ξέβρασε το πέλαγο
κι ο γέροντας το στησε δίπλα στο λόφο
να `χει να λέει μια καλημέρα
«…οι άλλοι ξέγραψαν κάθε χαιρετισμό.
ξυπνούν κι αρχίζουν μεροκάματο το
σκοτωμό…μεθοδικά, χωρίς πάθος...»
Τότε το ακρωτηριασμένο άγαλμα,
αποκτά – για τόσο λίγο!- ένυδρο βλέμμα.
Γνωρίζει ο γέρος πως τ` αγάλματα ονειρεύονται.
Τα όνειρα καρατομούνται –γνωρίζει ο γέρος.
Ο μέσα ενταφιασμός κάνει την πέτρα εύθραυστη.
Καλά γνωρίζει ο γέρος.
Ελπίζω κι εκείνη
(Ο γέρος του πελάγου ο σοφός γνωρίζει
πως και τ` αγάλματα ελπίζουν).
-/-
28 Αυγ 2008
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου